- αγροδοτης
- ἀγροδότηςἀγρο-δότης-ου adj. m дающий дичь, т.е. покровительствующий охоте
(δαίμονες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δαίμονες Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αγροδότης — Ο εκμισθωτής αγροκτήματος με καταβολή από τον μισθωτή που το καλλιεργεί γεωργικού είδους (μορτή). Οι αρχαίοι Έλληνες έλεγαν α. εκείνον που έδινε άγρα, δηλαδή κυνήγι. * * * ο (Α ἀγροδότης) νεοελλ. (Νομ.) Αυτός που παραχωρεί αγροτικό κτήμα για… … Dictionary of Greek
ἀγροδότῃσι — ἀγροδότης giver of game masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροδοσία — Η εκμίσθωση αγροκτήματος (κοινώς πάκτωμα). Βλ. λ. αγροληψία. * * * η [αγροδότης] εκμίσθωση αγροκτήματος … Dictionary of Greek
αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… … Dictionary of Greek
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek